τραπεζιτικός

τραπεζιτικός
-ή, -ό / τραπεζιτικός, -ή, -ον, ΝΑ [τραπεζίτης]
τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» — τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους
γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» — το περιστύλιο τών τραπεζιτών)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν. α) είδος φόρου στην Αίγυπτο
β) μέρος τραπεζικού λογαριασμού
2. φρ. «εἰρόμενον τραπεζιτικόν» — απόσπασμα από το βιβλίο όπου ήταν καταχωρισμένα τα συμβόλαια που είχε συνομολογήσει ένας τραπεζίτης πάπ..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραπεζιτικός — τραπεζῑτικός , τραπεζιτικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τραπεζίτη ή τράπεζα: Τραπεζιτική επιταγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραπεζιτικῶν — τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of fem gen pl τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικόν — τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of masc acc sg τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιτικοῖς — τραπεζῑτικοῖς , τραπεζιτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικοῦ — τραπεζῑτικοῦ , τραπεζιτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικάς — τραπεζῑτικά̱ς , τραπεζιτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικῆς — τραπεζῑτικῆς , τραπεζιτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”